νωχελια

νωχελια
    νωχελία
    ион. νωχελίη ἥ вялость, лень
    

(βραδυτές καὴ ν. Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νωχελια" в других словарях:

  • νωχελία — νωχελίᾱ , νωχελία laziness fem nom/voc/acc dual νωχελίᾱ , νωχελία laziness fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελία — νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α) βλ. νωχέλεια …   Dictionary of Greek

  • νωχελίας — νωχελίᾱς , νωχελία laziness fem acc pl νωχελίᾱς , νωχελία laziness fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελίαν — νωχελίᾱν , νωχελία laziness fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχελίῃ — νωχελία laziness fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωχέλεια — η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη [νωχελής] η ιδιότητα τού νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»